ἐποκριόεις

English (LSJ)

ἐποκριόεσσα, ἐποκριόεν, uneven, projecting, στέρνα, of a skeleton, AP7.401 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 1007] εσσα, εν, obenauf rauh, uneben, στέρνα Crinag. 37 (VII, 401), höckrig.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
rude, âpre.
Étymologie: ἐπί, ὀκριόεις.

Russian (Dvoretsky)

ἐποκριόεις: όεσσα, όεν неровный, с выступами (στέρνα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐποκριόεις: εσσα, εν, προέχων, Ἀνθ. Π. 7. 401.

Greek Monotonic

ἐποκριόεις: -εσσα, -εν, ανομοιογενής, άνισος, αυτός που προεξέχει, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐπ-οκριόεις, εσσα, εν
uneven, projecting, Anth.