ἐργολήπτης
English (LSJ)
ἐργολήπτου, ὁ, = ἐργολάβος (contractor), Teleclid. 56.
German (Pape)
[Seite 1020] ὁ, dasselbe, Poll. 7, 182.
Greek (Liddell-Scott)
ἐργολήπτης: -ου, ὁ, = τῷ προηγ., «τοὺς δὲ ἐργολάβους καὶ ἐργολήπτας Τηλεκλείδης ὁ κωμικός» Πολυδ. Ζ΄, 182.
Greek Monolingual
ο (AM ἐργολήπτης)
ο εργολάβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έργο + λήπτης (< θηλ. ληπ- του μέλλ. λήψομαι του ρ. λαμβάνω). Πρβλ. και παρα-λήπτης, δωρο-λήπτης.