ἐρρηνοβοσκός

English (LSJ)

ἐρρηνοβοσκόν, = προβατοβοσκός, S.Fr.655.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρρηνοβοσκός: -όν, = προβατοβοσκός, Σοφ. Ἀποσπ. 589.

Greek Monolingual

ἐρρηνοβοσκός και ἀρρηνοβοσκός, -όν (Α)
βοσκός προβάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρρηνο (< άρσην «αρσενικός» από το οποίο παράγεται το αρνειός) + βοσκός. Η αρχική σημασία θα πρέπει επομένως να ήταν «βοσκός αρσενικών προβάτων, κριών»].

German (Pape)

ὁ, = προβατοβοσκός, Soph. frg. 589, wird wohl richtiger ἀρρηνοβοσκός geschrieben; vgl. EM. und oben ἔρραος.