ἔρραος
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
ὁ,
A ram, Lyc.1316.
2 wild boar, Call.Fr.335: ἐρράς, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἔρραος: ὁ, κριός, Λυκόφρ. 1316 (διάφ. γραφ. ἔρρωος ἢ ἐρρωός)· ὡσαύτως, ἄγριος κάπρος, Καλλ. Ἀποσπ. 335 (κατὰ τὸν Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.)· παρ’ Ἡσυχ. ἐφέρετο ἐρράς, ἀλλὰ νῦν διωρθώθη εἰς ἔρραος. (Πιθανῶς ἐκ τοῦ ἄρρην, Ἰων. ἔρσην· πρβλ. Σανσκρ. vrshas (ταῦρος), Λατ. verres, aries).
Greek Monolingual
ἔρραος, ὁ (Α)
1. ο κριός
2. αγριόχοιρος, αγριογούρουνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: ram (Lyk. 1316), wild boar (Call. Fr. 335).
Other forms: H. has ἐρρα<ο>ς κριός.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No etymology. Meid, AAHG 27 (1974) 53-55.
Frisk Etymology German
ἔρραος: {érraos}
Grammar: m.
Meaning: Widder (Lyk. 1316), Eber (Kall. Fr. 335).
Etymology: Ohne Etymologie.
Page 1,566
German (Pape)
ὁ, der Schafbock, Lycophr. 1316; nach den Schol. bei Callim. auch der Eber; der Schol. leitet es von ὀρούειν ab; wahrscheinlicher mit ἄρρην, ἔρσην verwandt, also überhaupt männliches Tier.