ion. et anc. att. c. εἰσβαίνω.
ἐσβαίνω: ἐσβάλλω, κτλ., ἴδε εἰσβαίνω, εἰσβάλλω.
aor. 2 opt. ἐσβαίη, part. ἐσβάντες: enter, esp. go on board ship, embark.
ἐσβαίνω: ἐσ-βάλλω κ.λπ., βλ. εἰσ-.