ἐστρίς
English (LSJ)
Adv. until three times, thrice, Pi.O.2.68, Pae.Erythr. tit. p.140 P.: better written divisim.
English (Slater)
ἐστρίς three times ὅσοι δ' ἐτόλμασαν ἐστρὶς ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψυχάν (v. von Fritz, Phronesis, 1957, 85) (O. 2.68) σε χαίρειν ἐστρὶς αὐδάσαισα (Boeckh: εἰς τρὶς) (P. 4.61)
Greek Monolingual
ἐστρίς (Α)
(επίρρ. αντί ἐς τρὶς) τρεις φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φράση ες τρις].
Russian (Dvoretsky)
ἐστρίς: adv. трижды Pind.