ἐφελκυσμός

English (LSJ)

ὁ, = ἐφέλκυσις (attraction), Eust. 52.24 ; suction, Sor. 1.118 ; opp. διωσμός, Paul.Aeg. 6.88.

German (Pape)

[Seite 1114] ὁ, das Heran-, Nachziehen, Eust.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἐφελκυσμός) εφελκύω
έλξη, προσέλκυση, τράβηγμα
νεοελλ.
(μηχανολ.) τρόπος καταπόνησης ενός υλικού που υποβάλλεται στην επίδραση μιας δύναμης η οποία ενεργεί κατά τον άξονά του και τείνει να το επιμηκύνει
αρχ.
εκμύζηση.