διωσμός
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
ὁ, = δίωσις (pushing asunder, forcing open) 1, χειρῶν, in gymnastics, Aret.CD1.3.
2 in surgery, pushing through of embedded weapons, Paul.Aeg.6.88.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 expansión, desarrollo (τὰ γυμνάσια) ἐς διωσμὸν χειρῶν ξυντείνει Aret.CD 1.3.10.
2 cirug. expulsión, propulsión, empuje para hacer salir dardos clavados en heridas profundas, op. ἐφελκυσμός Paul.Aeg.6.88.3, dif. de ἐξολκή y ἐκτομή como tres tipos de βελουλκία Sch.Er.Il.4.213c.
Greek (Liddell-Scott)
διωσμός: ὁ, = δίωσις, Ἀρετ. π. Θερ. Χρον. Παθ. 1. 3.
German (Pape)
ὁ, das Weg- oder Durchstoßen; Medic.; Schol. Il. 5.112.