ἐφετινός
English (LSJ)
ἐφετινή, ἐφετινόν,
A yearling, of animals, PMasp.141 vi 9, al. (vi A.D.).
II of the present year, χόρτος POxy.1482.12 (ii A.D.).
Greek Monolingual
-ή, -ό και φετινός, -ή, -ό (ΑΜ ἐφετινός, -ή, -όν, Μ και ὀφετινὸς και 'φετινός) εφέτος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τρέχον έτος («φετινή σοδειά»)
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) τωρινός, σύγχρονος, καινούργιος
μσν.
πάπ. ο ηλικίας ενός έτους.