ἐφηβικός

English (LSJ)

ἐφηβική, ἐφηβικόν, Dor. ἐφαβικός, ά, όν,
A of or for an ἔφηβος, ἀθλα Theoc.23.56.
II τὸ ἐφηβικόν,
1 = ἐφηβεία 1, Luc.Nav. 3.
2 part of the theatre assigned to the youths, Poll.4.122; ἐφηβικός τόπος Sch.Ar.Av.795.

German (Pape)

[Seite 1116] ή, όν, den ἔφηβος betreffend, zum Jüngling gehörig; εἵματα ἐφαβικά, Jünglingskleider, Theocr. 23, 56; τὸ ἐφηβικόν, das Jünglingsalter, Luc. Nav. 3; der den Epheben im Theater angewiesene Platz, Schol. Ar. Av. 795; Poll. 4, 122.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les jeunes gens ; τὸ ἐφηβικόν l'adolescence.
Étymologie: ἔφηβος.

Russian (Dvoretsky)

ἐφηβικός: дор. ἐφᾱβικός 3 юношеский (ἆθλα Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐφηβικός: -ή, -όν, Δωρ. ἐφαβικός, ά, όν, ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς ἔφηβον, Θεόκρ. 23. 56· τὴν... τρίχα τὴν ἐφ. κείρας Συλλ. Ἐπιγρ. 2392. ΙΙ. τὸ ἐφηβικόν. 1) = ἔφηβοι, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 3. 2) τὸ μέρος τοῦ θεάτρου τὸ ὡρισμένον διὰ τοὺς ἐφήβους, Πολυδ. Δ΄, 122. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 795.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐφηβικός, -ή, όν, δωρ. τ. ἐφαβικός) έφηβος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους εφήβους ή στην εφηβική ηλικία, νεανικός (α. «ἐφαβικὰ βαῖνε δ' ἐς ἆθλα», Θεόκρ.
β. «εμάντευες όλο εκείνο το εφηβικό κορμί το μεστωμένο», Ξενόπλ.)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που προέρχεται από νέο, από έφηβο, ο δυνατός
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τo ἐφηβικόν
α) η εφηβική ηλικία
β) το μέρος του θεάτρου που ήταν προορισμένο για τους εφήβους.

Greek Monotonic

ἐφηβικός: -ή, -όν, Δωρ. ἐφαβ-, -ά, -όν,· αυτό που χαρακτηρίζει ή είναι κατάλληλο για ἔφηβον, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ἐφηβικός, ή, όν
of or for an ἔφηβος, Theocr. [from ἔφηβος