ἐφιδρύω

English (LSJ)

place or set upon, φύσις ἐ. πάντα γαστρί Ph. 116; — Med. with pf. Pass., place oneself upon, mount, ib. 21, al.; metaph, λόγος ἐ. θυμῷ ib. 114.

German (Pape)

[Seite 1118] darauf setzen, stellen, Philo u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφιδρύω: ἱδρύω ἐπί τινος, Φίλων 1. 21, Παύλ. Σιλ. Ἄμβων 158.

Greek Monolingual

ἐφιδρύω (Α)
1. θέτω ή ιδρύω κάτι πάνω σε κάτι
2. (μέσ. και παθ.) ἐφιδρύομαι
τοποθετούμαι πάνω σε κάτι, ανεβαίνω
3. ιδρύω, συνιστώ, παρασκευάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. επί + ἱδρύω.