γαστρί

From LSJ

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413

Greek Monolingual

το (AM γαστρίον) γαστήρ
νεοελλ.
γλαστράκι, συνήθως σταμνί του οποίου έσπασε το επάνω μέρος
μσν.
κάθε μεταλλικό έλασμα πανοπλίας στο μέρος της κοιλιάς
αρχ.
1. είδος αλλαντικού
2. γλύκισμα με σουσάμι.