ἑλέπολις
English (LSJ)
poet. ἑλέπτολις, ι, εως,
A city-destroying, epithet of Helen, A.Ag.689(lyr.); of Iphigenia, E.IA1476(lyr.), 1511(lyr.); of Lamia, Com.Adesp.303.
II fem. Subst., siege tower, engine for sieges, invented by Demetrius Poliorcetes, D.S.20.48, Plu.Demetr.21, Ph.Bel.95.39, Vitr.10.16.4, etc.; ἄνευ μηχανῆς καὶ ἑλεπόλεως Alciphr.3.45: pl., ἑλέπολεις μηχαναί D.H.9.68.
2 metaph., of a person, ἑλέπολις τῆς Ἑλλάδος Hp.Ep.11; also ἡ τῶν ἀνοσίων ἑλεπόλεων τοῦτο (sc. πένθος) Ph.2.191.
Spanish (DGE)
-ι, gen. -εως
• Alolema(s): ἑλέπτολις A.A.689, E.IA 1476, 1511; ἑλεόπολις LXX 1Ma.13.43, 44; ἑλόπολις Laterc.Alex.8.6
1 destructor de ciudades epít. de mujeres míticas la que destruye ciudades de Helena ἑλέναυς ἕλανδρος ἑ. A.l.c., de Ifigenia ἄγετέ με τὰν Ἰλίου καὶ Φρυγῶν ἑλέπτολιν E.IA 1476, cf. 1511, cóm. ref. Lamia Com.Adesp.698, de diosas Ἀθηναίη περ ἑλέπτολις Orph.L.679, fig. de un médico, Hp.Ep.11.
2 en el sent. posit., subst. ἡ ἑ. la conquistadora de ciudades n. de una máquina de asedio ideada por Demetrio Poliorcetes, Moschio Hist.1.1, D.S.20.48, cf. Ph.Mech.95.39, LXX ll.cc., Ath.Mech.27.2, Vitr.10.16.4, I.BI 2.553, Amarant. en Ath.415a, Plu.Demetr.21, App.Mith.73, D.H.9.68
•fig. ἡ γὰρ τῶν ἀνοσίων ἑλέπολις la máquina de asedio empleada por los impíos Ph.2.191
•en sent. erót. en una compar. πόλεμον ὑπέστης καὶ πόρθησιν ἱκανὴν ἄνευ μηχανῆς καὶ ἑλεπόλεως Alciphr.3.9.1.
German (Pape)
[Seite 795] = Folgdm; Λαμία, poet. bei Plut. Demetr. 27; bes. ἡ, eine Belagerungsmaschine, von Demetrius Poliorketes erfunden, Dion. Hal. 9, 68; D. Sic. 20, 48; vgl. Plut. Demetr. 21 u. Ath. V, 206 e; die Beschreibung bei Amm. Marcell. 23, 4, 10.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 adj. qui prend ou ruine les villes;
2 ἑλέπολις μηχανή ou simpl. ἡ ἑλέπολις hélépole ou tour roulante, machine de siège.
Étymologie: ἑλεῖν, πόλις.
Russian (Dvoretsky)
ἑλέπολις: поэт. ἑλέπτολις, εως ἡ губительница городов
1 эпитет Елены, из-за которой погибла Троя Aesch. - см. ἑλέναυς;
2 эпитет Ифигении, принесение в жертву которой было объявлено условием взятия Трои Eur.;
3 название осадной машины, изобретенной Деметрием Полиоркетом Diod., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλέπολις: καὶ ποιητ. ἑλέπτολις, ι, εως, πόλεις καταστρέφουσα, ἐπίθετον τῆς Ἑλένης (πρβλ. ἕλανδρος), Αἰσχύλ. Ἀγ. 689· τῆς Ἱφιγενείας, ἄγετέ με τὰν Ἰλίου καὶ Φρυγῶν ἑλέπολιν Εὐρ. Ι. Α. 1476, 1511. ΙΙ. ὡς θηλ. οὐσιαστ., πολιορκητική τις μηχανή, ἣν ἐπενόησε καὶ κατασκεύασε Δημήτριος ὁ Πολιορκητής, ἴδε περιγραφὴν αὐτῆς ἐν Διοδ. Σικελ. 20. 48, πρβλ. καὶ Πλουτ. Δημήτρ. 21 (Διον. ὁ Ἁλ. (9. 68) καλεῖ αὐτὴν ἑλέπολιν μηχανήν)· ἴδε Ἀμμ. Μάρκελλ. 23. 4, 10, Βιτρούβ. 10, 22.
Greek Monolingual
ἑλέπολις (AM) (Α και ἑλέπτολις, η)
1. μεγάλη πολιορκητική μηχανή σε σχήμα ξύλινου πύργου
2. (ως επίθ. για την Ελένη) αυτή που κυριεύει, καταστρέφει πόλεις.
Greek Monotonic
ἑλέπολις: ποιητ. ἑλέ-πτολις, -ι, -εως (ἑλεῖν), αυτή που καταστρέφει, κυριεύει πόλεις, επίθ. της Ελένης, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
ἑλεῖν
city-destroying, of Helen, Aesch., Eur.