ἑλειοβάτης

English (LSJ)

[ᾰ], ἑλειοβάτου, ὁ, walking the marsh, marsh-dwelling, A.Pers. 39 (anap.).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Prosodia: [-ᾰ-]
que recorre el pantano, que surca la marisma ἑλειοβάται ναῶν ἐρέται los remeros de las naves del pantano prob. del Delta del Nilo, A.Pers.39.

German (Pape)

[Seite 794] ὁ, sumpfdurchschreitend, Sumpfbewohner, Aesch. Pers. 39.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui fréquente les marécages.
Étymologie: ἕλειος, βαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἑλειοβάτης: ходящий по болотам, т. е. обитающий в болотных низинах (Египта) (ναῶν ἐρέται Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑλειοβάτης: ᾰ, ου, ὁ, ὁ περιπατῶν εἰς τὰ ἕλη, κατοικῶν ἐν τοῖς ἕλεσι, καὶ ἑλειοβάται ναῶν ἐρέται δεινοὶ πλῆθος, «ἑλειοβάται: οἱ τὸ Αἰγύπτιον ἕλος οἰκοῦντες· ἢ κοινῶς Αἰγύπτιοι· ἑλώδης γὰρ ἡ Αἴγυπτος» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πέρσ. 39· κατ’ ἄλλους οἱ κάτοικοι τοῦ Δέλτα τοῦ Νείλου, πρβλ. Θουκ. 1. 110.

Greek Monolingual

ἑλειοβάτης και ἑλειβάτης, ο (Α)
1. αυτός που περπατάει μέσα στα έλη, που κατοικεί σε ελώδη περιοχή
2. «ἑλειοβάται» — οι κάτοικοι της Αιγύπτου ή του Δέλτα του Νείλου.

Middle Liddell

ἑλειο-βᾰ́της, ου, βαίνω
walking the marsh, marsh-dwelling, Aesch.