ἑορταῖος

English (LSJ)

α, ον, festal, καιροί D.H.4.74.

German (Pape)

[Seite 892] festlich, καιροί D. Hal. 4, 74.

Greek (Liddell-Scott)

ἑορταῖος: -α, -ον, = ἑόρτιος, ἑορτάσιμος, Διον. Ἁλ. 4. 74.

Greek Monolingual

ἑορταῖος, -α, -ον (Α)
εόρτιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εορτ-ή + επίθημα -αίος (πρβλ. τελευταίος)].