-ονος, ὁ, (ἕπομαι) = ὀπάων, attendant, restored in Clitarch. Glossaria ap. Ath.6.267c, cf. Hsch. (pl.).
[Seite 899] ονος, ὁ (ἕπομαι), der Folgende, Diener, Ath. VI, 267 c, nach Conj., vgl. Hesych.
ἑπάμων, ο (Α) έπομαιοπαδός, ακόλουθος, υπηρέτης.