ἔκφευξις
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
escapatoria Apollon.Lex.254, ἐποίησα τὴν ἔκφευξίν μου Sm.Ps.54.9, Eus.M.23.477B, οὐ γάρ ἐστιν ἐπ' αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν Apoc.En.Sync.p.26.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἔκφευξις: -εως, ἡ, ἀποφυγή, «γλυτωμός», Ἀπολλων. Λεξ. Ὁμ. ἐν λέξει ἀλεωρή· ὁ τύπος ἔκφυξις εὕρηται παρὰ Συμμ. Ψαλμ. νδʹ, 9.
Greek Monolingual
ἔκφευξις, η (Α)
η ενέργεια του εκφεύγω, διαφυγή, δραπέτευση.