ἔλατρον

English (LSJ)

τό, =
A ἐλατήρ III, SIG57.36 (Milet., V B.C.), Inscr.Prien. 174.11 (ii B.C.), Hsch.
II a garment, Eucrat. ap. eund.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 gastron., un tipo de pastel o torta ancha y plana, ofrecida a Apolo ἔλατρα ... πλακόντινα Milet 1(3).133.36 (V a.C.), a Dioniso IPr.174.11 (II a.C.), cf. ἐλατήρ III.
2 un tipo de manto Eucrat.1, ἔλατρα μαλλωτά SB 12940.14 (VI d.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔλατρον: τὸ ἔλυτρον, «Εὐκράτης ἐν Ροδικοῖς ἔνδυμα, κατάζωσμα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἔλατρον, το (Α)
1. ελατήρ, γλυκό προσφοράς
2. ονομασία ενδύματος.