ἔλυμα
English (LSJ)
-ατος, τό, (ἐλύω) the stock of the plough, Hes.Op.430,436: also expld. by νύσσα, καὶ τὸ ἱμάτιον, καὶ ἡ ἀϊών, Hsch.
Spanish (DGE)
(ἔλῡμα) -ματος, τό
1 agr. cama del arado, Hes.Op.430, 436, Poll.1.252, Procl.ad Hes.Op.421, Sch.A.R.3.232, Et.Gen.α 1422.
2 meta, poste en torno al cual se hace el giro en las carreras, Hsch.
3 v. εἴλυμα.
• Diccionario Micénico: we-ru-ma-ta.
German (Pape)
[Seite 803] τό, Scharbaum am Pfluge, an den die Pflugschaar gesteckt wird, Pflughaupt, Hes. O. 428. 434.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
partie inférieure de la charrue où s'adapte le soc.
Étymologie: ἐλύω.
Par. ἱστοβοεύς.
Russian (Dvoretsky)
ἔλῡμα: ατος τό рассоха плуга Hes.
Greek (Liddell-Scott)
ἔλῡμα: τό, (ἐλύω) κοινῶς «ἀλετροπόδι», εἰς ὃ ἐμβάλλεται ἡ ὕννις, Λατ. dentale, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 428, 434, πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. εἰλύω 3 καὶ ἴδε γύης.
Greek Monolingual
το (AM ἔλυμα)
νεοελλ.
το τελευταίο προς τα πίσω εξάρτημα του κινητού ουραίου τών φορητών πυροβόλων όπλων
αρχ.
μέρος του αρότρου όπου στερεώνεται το υνί, αλετροπόδι.
Greek Monotonic
ἔλῡμα: -ατος, τό (ἐλύω), καλαπόδι ή στέλεχος, κορμός αρότρου, πάνω στον οποίο στερεωνόταν το υνί, Λατ. dent-ale, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
ἔλῡμα, ατος, τό, ἐλύω
the tree or stock of the plough, on which the share was fixed, Lat. dentale, Hes.