εἴλυμα
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
-ατος, τό, wrapper, εἴ. σπείρων Od.6.179, cf. Anacr.21.6, A.R.2.1129, Gal.19.367. (Cf. ἔλυμα.)
Spanish (DGE)
(εἴλῡμα) -ματος, τό
• Alolema(s): ἔλυμα Orio s.u. ἔλυτρον (p.63.30), Hsch.
1 envoltura de tela, trapo de envolver la ropa para llevarla a lavar εἴ. σπείρων Od.6.179 (pero cf. Sch.ad loc.), δοῦναι ὅσον τ' εἴ. περὶ χροός A.R.2.1129.
2 funda de un escudo νήπλυτον εἴ. κακῆς ἀσπίδος Anacr.82.4, del arco, Orio l.c., cf. Hdn.Gr.2.500.
3 medic. capa o envoltura ref. las membranas περιόστεοι ὑμένες εἰσὶν εἱλύματα λεπτά Gal.19.367.
German (Pape)
[Seite 729] τό, die Einhüllung, Bedeckung, Kleidung; Od. 6, 179; Ap. Rh. 2, 1129; Anacr. 66, 4.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
enveloppe, couverture.
Étymologie: εἰλύω.
Russian (Dvoretsky)
εἴλῡμα: ατος τό обертка, покрывало Hom., Anacr.
Greek (Liddell-Scott)
εἴλῡμα: τό, κάλυμμα, περικάλυμμα, εἴλ. σπείρων, περίβλημα ἢ κάλυμμα ἱματίων, Ὀδ. Ζ. 179, πρβλ. Ἀνακρ. 19, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1129.
Greek Monolingual
εἴλυμα, το (Α)
περίβλημα, σκέπασμα.
Greek Monotonic
εἴλῡμα: -ατος, τό, κάλυμμα, περιτύλιγμα, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
εἴλῡμα, ατος, τό,
a wrapper, Od.