ἕλμινς
English (LSJ)
(Hp.Morb.4.54), ινθος, ἡ, dat. pl.
A ἕλμινσι Choerob. in Theod. 1.299:—also nom. ἕλμις, Arist.HA602b26; acc. ἕλμιθα IG4.952.10, 18; nom. pl. ἕλμεις Dsc.Eup.2.67; dat. ἕλμῑσι Opp.H.3.180: also gen. ἕλμιγγος Hp.Epid.1.26.ιβ:—worm,
I intestinal-worm, either flat (πλατεῖα) or round (στρογγύλη), Id.Morb.4.54, cf. Prog.11, Aph. 3.26, Arist.HA551a8, Thphr. HP 9.12.1.
II parasitic worm in sponges, Arist.HA548b15.
Spanish (DGE)
-ινθος, ἡ
• Alolema(s): ἑλμίς Arist.HA 602b26
• Morfología: [sg. ac. ἕλμιθα IG 42.122.10 (IV a.C.), ἔλμιν Gp.20.24.2; plu. nom. ἔλμεις Gp.20.24.2, dat. ἑλμῖσι Opp.H.3.180]
zool.
1 helminto, lombriz intestinal, dicho frec. de la tenia o solitaria ἡ. ἕ. μετέχει τι μόριον τῶν ἐσιόντων ἐς τὴν κοιλίην la solitaria toma una parte de los alimentos que entran en el vientre Hp.Morb.4.54, χρήσιμον ... πρὸς τὴν ἕλμινθα τὴν πλατεῖαν Thphr.HP 9.12.1, cf. Dsc.Eup.2.68.1, ἕλμιθα ἔχουσα ἐν τᾷ κοιλίᾳ IG l.c., ἕλμινθες στρογγύλαι Hp.Prog.11, cf. Aph.3.26, Arist.HA 548b15, 551a8, Diph.Siph. en Ath.51f, Hippys 2, Artem.3.7, Gal.14.755, Opp.l.c., Alex.Trall.2.595.7, Steph.in Hp.Aph.1.242.7, 2.174.19, 176.36.
2 lombriz utilizada como cebo para pescar πετραίαις ἑλμῖσι Opp.H.3.180, cf. Gp.20.24.2.
• Etimología: De *u̯elmi- y rel. quizá c. la r. *H1u̯el- ‘girar’, aunque cf. lat. uermis, gót. waurms, aaa. wurm de *u̯r̥mi-, de la r. *u̯er- ‘torcer’, ‘doblar’ y tb. ai. kr̥rmi-, lituan. črŭvǐ de *ku̯°rmi-.
German (Pape)
[Seite 802] u. ἕλμις, ινθος, ἡ (εἴλω, εἱλέω), der Wurm, bes. Eingeweidewurm. Spul-, Bandwurm; Hippocr., Theophr. u. A. Hipp. hat auch ἕλμιγγος wie von einem nom. ἕλμιγξ, Diosc. τοὺς ἕλμεις, A. im sing. ἕλμιν, dat. plur. ἕλμισι, Opp. H. 3, 180, wie vom nom. ἕλμις, der sich bei Arist. H. A. 8, 20 u. Theophr. findet.
Russian (Dvoretsky)
ἕλμινς: и ἕλμινθος, v.l. ἑλμίνς и ἑλμίς ὁ и ἡ паразитный червь, глиста: ἡ πλατεὶα ἕ. Arst. плоский (ленточный) червь (Taenia), ἡ στρογγύλη ἕ. Arst. = ἡ ἀσκαρίς.
Greek (Liddell-Scott)
ἕλμινς: ινθος, η, δοτ. πληθ. ἕλμινσι˙ ὡσαύτως ὀνομ. ἕλμις Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 20, 2, ὀνομ. πληθ. ἕλμεις Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 2. 67, δοτ. ἕλμισι Ὀππ. Ἁλ. 3. 180˙ ὡσαύτως γεν. ἕλμιγγος (ὡς εἰ ἐξ ὀνομ. ἕλμιγξ), ἀμφ’ παρ’ Ἱππ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ Α΄ 987, 989 (ἔνθα τὰ χειρόγρ. δὲν συμφωνοῦσι), καὶ τὸ σύνθετον ἑλμιγγοβότανον παρὰ τῷ συγγραφεῖ τοῦ Ὀρνεοσοφίου˙ ἐνῷ τὸ ἑλμινθοβότανον μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀλεξ. Τραλλ. Σκώληξ: Ι. σκώληξ τῶν ἐντέρων, Λατ. lumbricus, ἢ πλατεῖα ἕλμινς, Λατ. taenia, ἢ στρογγύλη, Ἱππ. 511. 19 κἑξ., πρβλ. Προγν. 40, Ἀφ. 1248, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 4 (ἔνθα προστίθησιν τὰς ἀσκαρίδας ὡς τρίτον εἶδος). ΙΙ. παράσιτός τις σκώληξ ἐν τοῖς σπόγγοις, αὐτόθι 5. 16, 6˙ - σκώληκες ἐν χιόνι, ὁ αὐτ. π. Φυτ. 2. 3, 9. (Ἡ ῥίζα μένει ἄγνωστο, ἴδε Κουρείου Ἑλλ. Ἐτυμ. σ. 504).
Greek Monolingual
η (συνήθ. στον πληθ. έλμινθες, οι) (Α ἕλμινς και ἕλμις)
σκουλήκι που ζει παρασιτικά στον εντερικό σωλήνα ανθρώπων και ζώων (κν. έρμιγγας, όρμιγγας, λεβίδα και λέβιθος).