ἠλυγαῖος

English (LSJ)

α, ον, shadowy, dark, Suid.

German (Pape)

[Seite 1163] dunkel, schattig, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἠλῠγαῖος: -α, -ον, σκιερός, σκοτεινός, ζοφερός, Σουΐδ.

Greek Monolingual

ἠλυγαῖος, -α, -ον (Α) ηλύγη
σκιερός, σκοτεινός.