ἡγήτειρα

English (LSJ)

ἡ, fem. of ἡγητήρ, Pl.Epigr.5.7, Opp. C.1.253.

German (Pape)

[Seite 1151] ἡ, fem. zu ἡγητήρ, die Führerinn, Leiterinn; φωνή Plat. ep. 8 (VI, 43); ὀδμὴν ἡγήτειραν ἀμαλδῦναι φιλότητος Opp. Cyn. 1, 253.

Russian (Dvoretsky)

ἡγήτειρα: adj. f ведущая, направляющая, указывающая путь (φωνή Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡγήτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ ἡγητήρ. φωνή, Πλάτ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 43, ὀδμὴ Ὀππ. Κ. 1. 253.

Greek Monolingual

ἡγήτειρα, ἡ (Α)
θηλ. του Ηγητήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του ηγητήρ (πρβλ. δοτήρ > δότειρα, μνηστήρ > μνήστειρα)].

Greek Monotonic

ἡγήτειρα: ἡ, θηλ. του ἡγητήρ, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἡγήτειρα, ἡ, [fem. of ἡγητήρ, Anth.]