ἡγητέον
English (LSJ)
A one must lead, X.HG4.7.2, Eq.Mag.4.3.
II one must hold, consider, Pl.R. 361a, Plb.1.35.9, Hierocl.p.63A., etc.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de ἡγέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἡγητέον: adj. verb. к ἡγέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἡγητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἡγέομαι, πρέπει τις νὰ ὁδηγήσῃ, Ξεν. Ἑλλ. 4. 7, 2, Ἱππαρχ. 4, 3. ΙΙ. πρέπει τις νὰ ὑποθέσῃ, Πλάτ. Πολ. 361Α.
Greek Monotonic
ἡγητέον: ρημ. επίθ. του ἡγέομαι,
I. αυτό που πρέπει να προηγείται, σε Ξεν.
II. αυτό που πρέπει να υποθέσει κάποιος, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἡγητέος, ον verb. adj. of ἡγέομαι,]
I. one must lead, Xen.
II. one must suppose, Plat.