ἡδυσματοθήκη

English (LSJ)

ἡ, spice-box, Poll.10.93.

German (Pape)

[Seite 1154] ἡ, Gewürzkästchen, Poll. 10, 93.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυσματοθήκη: ἡ, θήκη, μυροθήκη, ἀρωματοθήκη, Πολυδ. Ι΄, 93.

Greek Monolingual

ἡδυσματοθήκη, ἡ (Α)
θήκη για ήδύσματα, αρωματοθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηδυσματ- του ήδυσμα (πρβλ. γεν. ηδύσματ-ος) + συνδετικό φωνήεν -ο- + θήκη.