ἡλόπληκτος
English (LSJ)
ἡλόπληκτον, hurt by a nail, Hippiatr.34.
German (Pape)
[Seite 1163] durch einen Nagel verletzt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλόπληκτος: -ον, πληγωθεὶς διὰ καρφίου, ἱππιατρ. 121. 16.
Greek Monolingual
ἡλόπληκτος, -ον (Μ)
ο πληγωμένος με καρφί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + -πληκτος (< πλήσσω / πλήττω), πρβλ. έκπληκτος, θαλασσόπληκτος].