ἡμιγύναιξ
English (LSJ)
[ῠ], αικος, ὁ, ἡ, half-woman, Simon.179.9, Suid. s.v. ἄρρεν:—also ἡμιγύναιος [ῠ], ον<, Id. s.v. Πολύευκτος.
German (Pape)
[Seite 1167] ἡμιγύναικα im acc., Simonid. 106 (VI, 217), Halbweib, = ἡμίανδρος.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμῐγύναιξ: -αικος, ὁ, ἡ, κατὰ τὸ ἥμισυ γυνή, Σιμων. (;) 191, καὶ αἰτ., δείσας ἡμιγύναικα θεῆς λάτριν· ― ὡσαύτως, ἡμιγύναιος, ον, Σουΐδ.· ἡμίγυνος, ον, Συνέσ. 184D.
Greek Monolingual
ἡμιγύναιξ, ό, ἡ (Α)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ, εν μέρει γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -γυναιξ (< γυνή), πρβλ. αγύναιξ, πολυγύναιξ].