ἥγημα
English (LSJ)
-ατος, τό,
A that which guides, Inscr.Perg.246.27.
II (ἡγέομαι III) thought, purpose, LXX Ez.17.3.
German (Pape)
[Seite 1151] τό, Anführung, Anleitung, Rat, LXX., VLL.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
ἥγημα, τὸ (Α) ηγούμαι
1. καθετί που οδηγεί, οδηγία
2. σκέψη, σκοπός («ἔχει τὸ ἥγημα εἰσελθεῖν εἰς τὸν Λίβανον», ΠΔ).