ἰδίωσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, isolation, opp. κοινωνία, Pl.R. 462b; appropriation, Plu.2.644d.

German (Pape)

[Seite 1237] ἡ, das Beziehen auf das Einzelne, Betreffen des Einzelnen, Gegensatz κοινωνία, Plat. Rep. V, 462 b, wie Plut. Symp. 2, 10, 2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
distinction entre les choses, selon leurs caractères propres.
Étymologie: ἰδιόω.

Russian (Dvoretsky)

ἰδίωσις: εως ἡ индивидуальное отличие, особые признаки, особенности Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδίωσις: -εως, ἡ, (ἰδιόω) διάκρισις, διαστολή, χώρισμα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κοινωνία, Πλάτ. Πολ. 462Β, Πλούτ. 2. 644D.

Greek Monolingual

ἰδίωσις, ἡ (ΑΜ) ιδιούμαι
οικειοποίηση
αρχ.
απομόνωση.

Greek Monotonic

ἰδίωσις: -εως, ἡ (ἰδιόομαι), διάκριση, διαστολή, χώρισμα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἰδίωσις, εως ἰδιόομαι
distinction between, Plat.