ἰλύω

English (LSJ)

[ῑ], (ἰλύς)
A cover with slime or dirt, Hsch.
II = εἰλύω, Id.

German (Pape)

[Seite 1252] beschmutzen, besudeln, VLL. Vgl. die compp. – Auch = εἰλύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἰλύω: (ἰλὺς) καλύπτω δι’ ἰλύος ἢ βορβόρου, Ἡσύχ. ΙΙ. = εἰλύω, «συστρέφω», ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

ἰλύω (Α)
1. σκεπάζω με λάσπη
2. ειλύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με την πρώτη σημ. η λ. προέρχεται από το ουσ. ἰλύς «λάσπη», ενώ με τη δεύτερη είναι άλλος τ. του ρ. εἰλύω.