ἰσοσώματος

English (LSJ)

or ἰσόσωμος, ον, glosses on ἀντίστοιχος, Sch.E.Andr. 745.

German (Pape)

[Seite 1267] od. ἰσόσωμος, gleich an Körper, Schol. Eur. Andr. 745.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοσώματος: ἢ -σωμος, ον, ἔχων ὅμοιον σῶμα, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἀνδρ. 745.

Greek Monolingual

ἰσοσώματος και ίσόσωμος, -ον (Α)
αυτός που έχει ίσο, όμοιο σώμα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -σώματος (< σῶμα, -ατος), πρβλ. ισχυροσώματος, μισοσώματος].