ἰσχνασμός

English (LSJ)

ὁ, reducing treatment, τοῦ σώματος Hp.Fract.14.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχνασμός: ὁ, = ἴσχνανσις, Ἱππ. π. Ἀγμ. 762.

Greek Monolingual

ἰσχνασμός, ὁ (Α)
η ίσχνανση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχναίνω + κατάλ. -ασμός (πρβλ. κραδασμός, μαρασμός)].

German (Pape)

ὁ, = ἴσχνανσις, Hippocr.