ἰχνεία

English (LSJ)

ἡ, casting about for the scent, of hounds, X.Cyn.3.7 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1276] ἡ, das Aufspüren, Xen. Cyn. 3, 7.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. ἴχνευσις.

Russian (Dvoretsky)

ἰχνεία: ἡ Xen. = ἴχνευσις.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχνεία: ἡ, τὸ ἰχνεύειν, ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 3. 7.

Greek Monolingual

ἰχνεία, ἡ (Α) ιχνεύω
το να ιχνεύει κανείς, το να αναζητεί τα ίχνη κάποιου, η ἴχνευσις.

Greek Monotonic

ἰχνεία: ἡ (ἴχνος), ιχνηλασία βάσει της μυρωδιάς, λέγεται για κυνηγετικά σκυλιά, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἰχνεία, ἡ, ἴχνος
a casting about for the scent, of hounds, Xen.