ἱδρώτιον

English (LSJ)

τό, Dim. of ἱδρώς, Hp.Epid.7.5.

German (Pape)

[Seite 1239] τό, dim. von ἱδρώς, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἱδρώτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἱδρώς, Ἱππ. 1210G.

Greek Monolingual

ἱδρώτιον, τὸ (Α)
ελαφρά εφίδρωση, λίγος ιδρώτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδρώς, -ώτος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. δωμάτιον, κοράσιον)].