ἱερακοπόδιον
English (LSJ)
τό,= λυχνὶς ἀγρία, Ps.-Dsc.3.101.
German (Pape)
[Seite 1240] τό, eine Pflanze, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερᾱκοπόδιον: τό, = λυχνὶς ἀγρία, Διοσκ. (Νόθ.) 3. 115.
Greek Monolingual
ἱερακοπόδιον, τὸ (Α)
το φυτό λυχνίς η αγρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, -ακος + -πόδιον < πους, ποδός (πρβλ. γυμνοπόδιον, κλινοπόδιον)].