ἱεροδιδάσκαλος
English (LSJ)
ὁ, teacher of holy things at Rome, = pontifex, D.H. 2.73 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1241] ὁ, der heilige Dinge, den Gottesdienst lehrt, Sp. Bei den Römern der pontifex, D. Hal. 2, 73.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροδῐδάσκᾰλος: ὁ διδάσκαλος ἱερῶν πραγμάτων, Διον. Ἀρεοπ. 2. 73· - ἐν Ρώμῃ, ὁ ἀρχιερεὺς Pontifex, Διον. Ἁλ. 2. 73.
Greek Monolingual
ο (Α ἱεροδιδάσκαλος)
αυτός που ασχολείται με τη θρησκευτική διδασκαλία
νεοελλ.
ιερέας και δάσκαλος συγχρόνως
αρχ.
(στη Ρώμη) ο αρχιερέας.