ἱερολόγος

German (Pape)

[Seite 1241] ὁ, heilige Worte sprechend, geistlicher Redner, Eust.

Greek Monolingual

ὁ (ΑΜ ἱερολόγος)
κήρυκας του θείου λόγου
μσν.
ιερέας που ευλογεί τον γάμο
αρχ.
στον πληθ. οἱ ἱερολόγοι
οι συγγραφείς ιερών λόγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -λόγος (< λέγω), πρβλ. αγιολόγος, θεολόγος.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερολόγος: ὁ ἱερολογῶν, ὁμιλῶν περὶ ἱερῶν πραγμάτων, Φίλων Βυβλ. παρ’ Εὐσεβ. ΙΙΙ. 72 D· ἱερὸς συγγραφεύς, Διδ. Ἀλ. 681Β, Διον. Ἀρεοπ. 709Α. ΙΙ, ὁ εὐλογῶν γάμον ἱερεύς, Εὐστ. Πονημάν. 64. 85.