αγιολόγος
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
ο, η
ο ειδικός επιστήμονας που εξετάζει τα σχετικά με τους αγίους της Εκκλησίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άγιος + λόγος < λέγω (= μαζεύω)].