ἱπποπέδη

English (LSJ)

ἡ,
A horse-fetter, Hippiatr.106.
II a name given by Eudoxus to a figure-of-eight curve described by a planet, Simp.in Cael.497.3, Procl.in Euc.pp.127,128F.

German (Pape)

[Seite 1260] ἡ, Pferdefessel, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποπέδη: ἡ, δεσμὸς τῶν ποδῶν ἵππου, Τουρκ. «κιοστέκι», Ἱππιατρ. 256. 23. ΙΙ. ὄνομα ὅπερ ἔδωκεν ὁ Εὔδοξος εἰς τὴν τροχιὰν πλανήτου, Σιμπλίκ. εἰς Ἀριστοφ. π. Οὐρ. σ. 500. 10 Brandis, πρβλ. Προκλ. Εὐκλ. σ. 31. 38.

Greek Monolingual

ἡ (ΑΜ ἱπποπέδη)
δεσμός τών ποδιών του ίππου για την παρεμπόδιση της ελεύθερης κίνησης του
αρχ.
ονομασία της τροχιάς ενός πλανήτη που έδωσε ο Εύδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + πέδη.