ἴσσα
English (LSJ)
exclamation of malicious triumph over another's distress, Pl. Com.66, Men.36; ἰσσᾷ Herod.3.94. (Onomatop.; cf. σίττα.)
German (Pape)
[Seite 1268] ἐπιφώνημα ἐπιχαρτικόν, B. A. 100 u. Phot. aus Men.
Greek (Liddell-Scott)
ἴσσα: ἐπιχαρτικὸν ἐπιφώνημα, δηλ. ἐπιφώνημα χαρᾶς καὶ θριάμβου ἐπὶ τῇ δυστυχίᾳ ἑτέρου, Πλάτ. Κωμ. «Λαΐῳ» 4, πρβλ. Meineke εἰς Μενάνδρ. «Ἀνατιθεμένην ἢ Μεσσηνίαν» 6. (Ὀνοματοπ.· πρβλ. σίττα)
Greek Monolingual
ἴσσα (Α)
επιφώνημα που δηλώνει κακεντρεχή χαρά για τη δυστυχία κάποιου άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία. Πρβλ. και σίττα.