ἴσχυσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, mistranslation of Hebr., LXX Ca.2.7, 3.5 prob. for diff. root; prob. f.l. for χύσις (cj. Wendl.) in Ph.1.354.

German (Pape)

[Seite 1273] ἡ, das Starksein, die Macht, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἴσχῡσις: -εως, ἡ, ἰσχύς, δύναμις, Φίλων 1. 354.

Greek Monolingual

ἴσχυσις, ἡ (Α) ισχύω ενίσχυση, ενδυνάμωση, δύναμη.