ὀλβοδοτήρ

English (LSJ)

ὀλβοδοτῆρος, ὁ, giver of wealth, cj. Pierson in Them.Or.13.178b.

Greek Monolingual

ὀλβοδοτήρ, -ήρος, ὁ, θηλ. ὀλβοδότειρα (Α)
αυτός που παρέχει όλβο, πλούτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος, ευδαιμονία» + δοτήρ (< δίδωμι), πρβλ. πλουτοδοτήρ.