ὀλιγόβιος

English (LSJ)

ὀλιγόβιον, short-lived, Arist.HA605b24 (Comp.), LXX Jb.11.2, 14.1, S.E.M.1.73.

German (Pape)

[Seite 320] von kurzem Leben, ζῶον, S. Emp. a, dv. gramm. 73.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγόβιος: недолго живущий, недолговечный (ζῷον Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγόβιος: -ον, ὁ ὀλίγον χρόνον βιῶν, βραχύβιος, - Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 1, ἐν τῷ συγκρ.

Greek Monolingual

ὀλιγόβιος, -ον (ΑΜ)
αυτός που ζει λίγα χρόνια, που έχει βραχύ βίο, βραχύβιος, ολιγόζωος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀλιγόβιον
η βραχύτητα του βίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + βίος, πρβλ. βραχύβιος].