βραχύτητα

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source

Greek Monolingual

η (AM βραχύτης) βραχύς
1. η έλλειψη ύψους ή μήκους
2. (για χρόνο) η συντομία
3. το να είναι συλλαβή ή φωνήεν βραχύ
αρχ.
1. η στενότητα
2. (για θάλασσα) το να είναι ρηχή
3. η πενία, η απορία.