βραχύτητα

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542

Greek Monolingual

η (AM βραχύτης) βραχύς
1. η έλλειψη ύψους ή μήκους
2. (για χρόνο) η συντομία
3. το να είναι συλλαβή ή φωνήεν βραχύ
αρχ.
1. η στενότητα
2. (για θάλασσα) το να είναι ρηχή
3. η πενία, η απορία.