διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
η (AM βραχύτης) βραχύς1. η έλλειψη ύψους ή μήκους2. (για χρόνο) η συντομία3. το να είναι συλλαβή ή φωνήεν βραχύαρχ.1. η στενότητα2. (για θάλασσα) το να είναι ρηχή3. η πενία, η απορία.