ὀνοκοίτης

German (Pape)

[Seite 348] ὁ, der in der Eselskrippe Liegende, Spottname, den die Heiden Christus gaben, Tertull.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοκοίτης: -ου, ὁ, ὁ κείμενος ἐντὸς φάτνης ὄνων, λεγόμενον ὑπὸ ἐθνικῶν συγγραφέων περὶ τοῦ ΚΥΡΙΟΥ ἡμῶν, Τερτυλλ. Ἀπολ. 16. Ἀλλ’ ὑπάρχουσι διάφ. γραφ. καὶ ὁ Oehler ἀναγινώσκει ὀνοκοιήτης, ὁ τὸν ὄνον λατρεύων, ὀνολάτρης, μνημονεύων τὰς παρ’ Ἡσυχίῳ γλώσσας: κοίης· ἱερεὺς..· κοᾶται· ἱερᾶται.

Greek Monolingual

ὀνοκοίτης, ὁ (Α)
(ως χλευαστική προσωνυμία που δόθηκε από τους Εθνικούς στον Ιησού Χριστό) αυτός που κείται σε φάτνη όνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κοίτη (πρβλ. ανεμοκοίτης)].