ὀξύμολπος

English (LSJ)

ὀξύμολπον, clear-singing, Id.Th.1028.

German (Pape)

[Seite 353] = ὀξυμελής, οἰμώγματα, Aesch. Spt. 1014.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux notes aiguës.
Étymologie: ὀξύς, μολπή.

Russian (Dvoretsky)

ὀξύμολπος: (ῠ) громко возглашаемый, душераздирающий (οἰμώγματα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύμολπος: -ον, ὁ ὀξέως μέλπων, Αἰσχύλ. Θήβ. 1023.

Greek Monolingual

ὀξύμολπος, -ον (Α)
αυτός που τραγουδά δυνατά και καθαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -μολπος (< μέλπω, -ομαι «τραγουδώ»), πρβλ. λιγύμολπος].

Greek Monotonic

ὀξύμολπος: -ον (μέλπω), αυτός που τραγουδάει με καθαρή, δυνατή φωνή, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὀξύ-μολπος, ον, μέλπω
clear-singing, Aesch.