ὀξύμολπος
English (LSJ)
ὀξύμολπον, clear-singing, Id.Th.1028.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux notes aiguës.
Étymologie: ὀξύς, μολπή.
Russian (Dvoretsky)
ὀξύμολπος: (ῠ) громко возглашаемый, душераздирающий (οἰμώγματα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύμολπος: -ον, ὁ ὀξέως μέλπων, Αἰσχύλ. Θήβ. 1023.
Greek Monolingual
ὀξύμολπος, -ον (Α)
αυτός που τραγουδά δυνατά και καθαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -μολπος (< μέλπω, -ομαι «τραγουδώ»), πρβλ. λιγύμολπος].
Greek Monotonic
ὀξύμολπος: -ον (μέλπω), αυτός που τραγουδάει με καθαρή, δυνατή φωνή, σε Αισχύλ.