ὀπίζω

English (LSJ)

(ὀπός)
A extract juice from, θριδακίνην Thphr. HP 7.6.2; τὸν καυλὸν καὶ τὰς ῥίζας ib.9.1.3:—Pass., to be extracted, Gal.14.62; ooze out, D.S.5.41.
II ὀ. [γάλα] curdle milk with fig-juice (ὀπός), Arist.Mete.384a22; cf. ὀπίας.

German (Pape)

[Seite 357] den Saft, bes. den milchigen durch Einschnitte aus einem Baume oder einer Pflanze ziehen, Theophr., Diosc.; pass., ὁ λιβανωτὸς ὀπίζεται, D. Sic. 5, 41. – Auch die Milch durch Feigensaft, ὀπός, gerinnen machen, Arist. Meteorl. 4, 7.

French (Bailly abrégé)

seul. part. prés. ; d'ord. ὀπίζομαι, impf. ὠπιζόμην, ao. ὠπισάμην;
1 regarder ou traiter avec une crainte respectueuse, respecter, honorer, vénérer, acc.;
2 se mettre en garde contre, acc..
Étymologie: ὄπις.

Russian (Dvoretsky)

ὀπίζω:
1 извлекать сок (из деревьев): ὁ λιβανωτὸς ὀπίζεται Diod. сок ливанного дерева вытекает (из надрезов);
2 заставлять свертываться, заквашивать (с помощью фиговой закваски) (γάλα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀπίζω: (ὀπὸς) ὀπὸν συλλέγω δι’ ἐγχαράξεως τοῦ καυλοῦ ἢ τῆς ῥίζης φυτοῦ τινος, ὀπ. θριδακίνην Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 6, 2· τὸν καυλὸν καὶ τὰς ῥίζας αὐτόθι 9. 1, 3. - Παθ., ἐκβάλλω ὀπὸν, στάζω, Διόδ. 5. 41. ΙΙ. ὀπ. γάλα, «πήζω» τὸ γάλα διὰ τοῦ ὀποῦ συκῆς, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 7, 9· πρβλ. ὀπίας.

Greek Monolingual

ὀπίζω (Α) οπός
1. συλλέγω τον χυμό από κάποιο δέντρο ή φυτό χαράζοντας τη ρίζα ή τον κορμό («τὸν καυλὸν καὶ τὰς ῥίζας ὀπίζουσιν», Θεόφρ.)
2. (με ή χωρίς τη λέξη γάλα) πήζω το γάλα με χυμό συκιάς
3. παθ. ὀπίζομαι
α) εξάγομαι, εκβάλλομαι
β) συλλέγομαι, μαζεύομαι («ὁ δὲ λιβανωτὸς γινόμενος ἐξ αὐτοῦ, ὀπίζεται ὡς ἄν δάκρυον», Διόδ.).