ὀρειάς
English (LSJ)
ὀρειάδος, ἡ, (ὄρος) pecul. fem. of ὄρειος,
A of mountains or belonging to mountains, πέτρα ὀρειάς = mountain crag, ib.219.5 (Antip.), cf. Arch.Pap.1.219 (Ptol.).
II Oread, mountain-nymph, Bion 1.19, Nonn. D. 6.259,19.331.
German (Pape)
[Seite 371] άδος, ἡ, bes. fem. zu ὄρειος, zum Berge gehörig, πέτρη, Antp. Sid. 27 (VI, 219). Gew. mit und ohne Νύμφαι, αἱ Ὀρειάδες, die Bergnymphen, Oreaden.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
de montagne ; αἱ Ὀρειάδες, les Oréiades, nymphes des montagnes.
Étymologie: ὄρος.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
ὀρειάς: -άδος, ἡ, (ὄρος) ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ ὄρειος, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰ ὄρη, πέτρα ὀρ., ὀρεινὴ πέτρα, βράχος τοῦ βουνοῦ Ἀνθ. Π. 6. 219· ἔρημος ὀρ. Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 11. 54 ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., Νύμφη τῶν ὀρέων ἢ τοῦ ὄρους, Βίων 1. 19, Συλλ. Ἐπιγρ. 997.
Greek Monolingual
η (Α ὀρειάς, -άδος)
(στον πληθ. ως κύριο όν.) Ορειάδες
νύμφες που κατοικούσαν στα όρη και τά προστάτευαν
αρχ.
ως επίθ. αυτή που ανήκει στα όρη («πέτρα ὀρειάς» — βράχος του βουνού, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρειος «αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρη» + κάταλ. -άς, -άδος (πρβλ. ποντιάς)].
Greek Monotonic
ὀρειάς: -άδος, ἡ (ὄρος),
I. αυτή που προέρχεται από ή ανήκει στα βουνά, πέτρα ὀρειάς, απόκρημνος βράχος σε βουνό, σε Ανθ.
II. ως ουσ., η Ορεάδα, νύμφη των βουνών, σε Βίωνα.
Middle Liddell
ὀρειάς, άδος, ὄρος
I. of or belonging to mountains, πέτρα ὀρ. a mountain crag, Anth.
II. as substantive an Oread, mountain-nymph, Bion.