ὀχλεύω
English (LSJ)
= ὀχλέω (move, disturb, sweep away, trouble, importune, be troublesome, be irksome, be troubled, be crowded), Hsch. (Pass.).
German (Pape)
Greek Monolingual
ὀχλεύω (Α)
οχλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. ὀχλεύονται, που παραδίδει ο Ησύχ., είναι εσφαλμ. γρφ. του τ. ὀχλεῦνται].