ὁδοιπόριστος

Greek (Liddell-Scott)

ὁδοιπόριστος: -ον, ἡμαρτημ., διαβατός, διοδεύσιμος, ἴσως διορθωτ. ὁδοιπορητὸς ἐκ τοῦ ὁδοιπορέω, Ψευδο-Βασιλ. Ἐπιστ. τ. 3, σ. 467Β.

Translations

passable

Bulgarian: проходим; Catalan: transitable; Finnish: kulkukelpoinen; German: passierbar; Greek: διαβατός; Ancient Greek: ἀμεύσιμος, βάσιμος, βατός, διαβατός, ἐμβατός, εὔβατος, εὔπορος, ἰτός, ὁδεύσιμος, ὁδοιπόριστος, ὁδωτός, περάσιμος, πορεύσιμος, πορευτός, πόριμος, πρακτός; Italian: passabile; Latin: pervius; Norwegian Bokmål: farbar; Nynorsk: farbar; Polish: przekraczalny